- επιγράβδην
- ἐπιγράβδην (Α)επίρρ.1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.)2. με μορφή γραμμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ-δην (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγράβδην — scraping the surface indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)